- κυριολεξίας
- κυριολεξίᾱς , κυριολεξίαuse of literalfem acc plκυριολεξίᾱς , κυριολεξίαuse of literalfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακριβολογία — η 1. έλλειψη ακριβολογίας, ορθότητας και ακρίβειας στους λόγους 2. έλλειψη κυριολεξίας, ακυρολεξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον παιδαγωγό Αριστοτέλη Κουρτίδη (1858 1928)] … Dictionary of Greek